- ἐπιβαρῶ
- ἐπιβαρέωweigh downpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἐπιβαρέωweigh downpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιβαρώ — ἐπιβαρῶ, έω (AM) 1. βαραίνω κάποιον, πιέζω με το βάρος μου κάποιον ή κάτι 2. τοποθετώ βάρος πάνω σε κάποιον, πιέζω κάποιον αρχ. πιέζω, ενοχλώ κάποιον … Dictionary of Greek